- αναξιόπιστο
- güvenilmez
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αντιπραγματισμός — Μορφή εμπορικής συναλλαγής (π.χ. αγοραπωλησίας) χωρίς τη μεσολάβηση χρήματος. Συνίσταται στην ανταλλαγή ειδών, με υπολογισμό της ουσιαστικής τους αξίας. Ο α. υπήρξε η αρχαιότατη μέθοδος συναλλαγής (πριν την επινόηση του χρήματος), χρησιμοποιήθηκε … Dictionary of Greek
χρεωκόπος — και χρεοκόπος, ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. πρόσωπο που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του, που κήρυξε χρεωκοπία 2. μτφ. άτομο αποτυχημένο και αναξιόπιστο μσν. αρχ. άσωτος, σπάταλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο… … Dictionary of Greek
Μπαρά, Πολ — (Paul Barras, 1755 – 1829). Γάλλος πολιτικός, μέλος του Διευθυντηρίου. Υπηρέτησε στον γαλλικό στρατό του εξωτερικού από το 1776 έως το 1778. Στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης ο Μ. πήγε με το μέρος των αντιμοναρχικών και το 1792 διορίστηκε… … Dictionary of Greek